- καλαμῖτις
- κᾰλαμ-ῖτις, ιδος, ἡ,A = καλαμαία, AP7.198 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῖτιν — καλαμῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίτιδα — ἡ (Α καλαμῑτις) νεοελλ. 1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη] … Dictionary of Greek
καλαμίτιδος — καλαμί̱τιδος , καλαμῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)